Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Η "κόκκινη Πρωτομαγιά του '36" και το ποίημα του Ρίτσου

Πέρασαν 75 χρόνια. Το Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε μια απεργία από το σωματείο καπνεργατών, που σύντομα πήρε διαστάσεις και έγινε πανεργατική.
Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε άλλες 10 πόλεις.
Ο Ι. Μεταξάς φτάνει στη Θεσσαλονίκη και όπως συνήθιζε ήταν απόλυτος σ' αυτό που ζητούσε. Οι Αρχές θα πρέπει να χτυπήσουν τους διαδηλωτές χωρίς έλεος. Οκτώ μέρες μετά την 1η Μάη στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου "βρέχει" σφαίρες. Από την άσπλαχνες και φασιστικές κάννες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης. Η δολοφονία του ξεσηκώνει ακόμη περισσότερους διαδηλωτές και μέσα σε λίγες ώρες ο κόσμος έχει κατακλείσει τους δρόμους.
Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι βάζουν το άψυχο κορμί του διαδηλωτή πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια κίνηση ξεσηκωμού των πάντων.
Τα πράγματα φεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες ξεπερνούν τους 300. Στο σημείο όπου έλαβαν χώραν τα γεγονότα αυτά  τοποθετήθηκε αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη.
Λίγη ώρα μετά τον χαμό, η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, έχει μάθει το πιο μαύρο μαντάτο. Ο γιος της, το σπλάχνο της, έχει πέσει νεκρό από σφαίρες. Αλαφιασμένα τρέχει και πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της σπαράζοντας. Η εικόνα της σκορπά δάκρυα σε όσους είναι γύρω της.
Η εφημερίδα "Ριζοσπάστης" δημοσιεύει την φωτογραφία της μάνας με το άψυχο κορμί του παιδιού της και τα όσα είχαν γίνει. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος διαβάζει την εφημερίδα και σοκάρετε κυρίως από την φωτογραφία. Η εικόνα αυτή είναι η αρχή της δημιουργίας ενός αριστουργήματος της Ελληνικής ποίησης. Ο Ρίτσος γράφει τον "Επιτάφιο", που δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη την επόμενη μέρα εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Μένουν μόλις 250, τα οποία η δικτατορία τα καίει στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα... «ανατρεπτικά» όπως τα χαρακτήρισαν βιβλία.
Σας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από τον "Επιτάφιο" :
"Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω."

Αυτό το δεύτερο κομμάτι που στο αριστούργημα του Ρίτσου είναι το τέλος του ποιήματος, είναι η οργή της μάνας που τα βάζει με το Θεό:

"
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;"

...και ξέρετε κάτι; Δακρύστε, κλάψτε, τελικά κάνει καλό. Ξεδίνεις. Μη το φοβάστε!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου